- στεινόμενος
- στείνωmake straitpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στείνω — Α 1. καθιστώ στενό κάτι, συστέλλω 2. παθ. στείνομαι είμαι ή γίνομαι πλήρης, γεμίζω (α. «στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ ἐρίφων», Ομ. Οδ. β. «στεινόμενος νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.) 3. (για πλήθος) συνωστίζομαι («στείνοντο δὲ λαοί», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
SCAMANDER vel SCAMANDRUS — Homero, Herodoto Qu. Calabro ac Ptolemaeo fluv. Mysiae in Asia apud Hellespontum ex Ida monte profluens, quem Hesiodus θεογον. v. 345. θεῖοον Σκάμανδρον vocat. Ante Xanthus dicebatur, quod et Homerus innuit, cum ait Il. v. v. 74. Ο῞ν Ξανθὸν… … Hofmann J. Lexicon universale